ταχυτάτης

ταχυτάτης
ταχύς
swift
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πλειόνη — η, Ν αστρον. αστέρας τού αστρικού σμήνους τών Πλειάδων, τυπικός τής κατηγορίας τών αστέρων με κελύφη, επειδή, όπως υποτίθεται, λόγω τής ταχύτατης περιστροφής τους, εκτοξεύουν στρώματα, κελύφη, αερίων …   Dictionary of Greek

  • πέστροφα — Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • σιμούν — Άνεμος που πνέει στις ερήμους, κυρίως στη Σαχάρα, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Μεσοποταμία. Πρόκειται για θερμό και ξηρό άνεμο, στο πέρασμα του οποίου δημιουργούνται συχνά αμμοστρόβιλοι. Οι ιθαγενείς της Αφρικής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροβολία — η, Ν 1. εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα 2. εκπομπή φωτεινών ακτίνων, φεγγοβολή 3. φρ. «σπινθηροβολία αστέρα» αστρον. το φαινόμενο τής ταχύτατης μεταβολής τού χρωματισμού και τής λαμπρότητας ενός αστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβόλος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”